- αρπακτικός
- και -χτικός, -ή, -ό (AM ἁρπακτικός, -ή, -όν)αυτός που έχει την τάση για αρπαγή, που παίρνει γρήγορα και ορμητικά κάτι ξένοαρχ.«ἁρπακτικὸς πυρός» — αυτός που αρπάζει εύκολα φωτιά, ο εύφλεκτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρπακτικός — αρπακτικός, ή, ό και αρπαχτικός, ή, ό 1. αυτός που έχει την ικανότητα να αρπάζει: Και το βλέμμα του ακόμη έδειχνε τις αρπακτικές του διαθέσεις. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αρπακτικά τάξη σαρκοφάγων πουλιών (αϊτός, γεράκι κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁρπακτικός — rapacious masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτικά — ἁρπακτικός rapacious neut nom/voc/acc pl ἁρπακτικά̱ , ἁρπακτικός rapacious fem nom/voc/acc dual ἁρπακτικά̱ , ἁρπακτικός rapacious fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτικώτερον — ἁρπακτικός rapacious adverbial comp ἁρπακτικός rapacious masc acc comp sg ἁρπακτικός rapacious neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτικῶν — ἁρπακτικός rapacious fem gen pl ἁρπακτικός rapacious masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτικόν — ἁρπακτικός rapacious masc acc sg ἁρπακτικός rapacious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτικαῖς — ἁρπακτικός rapacious fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτικαί — ἁρπακτικός rapacious fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτικοῖς — ἁρπακτικός rapacious masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπακτικοί — ἁρπακτικός rapacious masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)